- φελούκα
- η, Ν1. ναυτ. πλοιάριο παρόμοιο με τη γαλέρα, εφοδιασμένο με ένα ή δύο τριγωνικά ιστία αναρτημένα σε εμπροσθοκλινείς ιστούς, καθώς και με κουπιά, που παλαιότερα χρησίμευε ως βοηθητικό σκάφος τών πειρατών2. ειρων. κάθε μικρό κωπήλατο ή ιστιοφόρο σκάφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. feluca < ισπ. falua / faluca, πιθ. < αραβ. fulūk, πληθ. τής λ. fulk «πλοίο» < ἐφόλκιον «μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από άλλο». Κατ' άλλη άποψη, η ισπ. λ. προέρχεται από το σκανδιναβικό holok].
Dictionary of Greek. 2013.